Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ Κ-...

Είχα που λες Νίκο, βάρδια εψές τη νύχτα έως και τα ξημερώματα. Ο δικός μου καπετάνιος με αφήνει να πίνω. Δε με φοβάται. Ή με έχει για τους παραπεταμένους, τους σκάρτους. Το όνομα του Καπετάνιου μου δε το γνωρίζω.

Αφού τέλεψα τις συναναστροφές μου με τους ζώντες πήγα στον κάτω κόσμο, στο ραντεβού μου με τους νεκρούς. Μέχρι τώρα μου κάνει την χάρη, πριν ανατείλει ο ήλιος, και με αφήνει να γυρίζω πίσω. Κάποτε, μάλλον όχι αργά, σύντομα, θα έρθει και η δική μου ώρα να μείνω εκεί χωρίς άλλες μάχες στα μαρμαρένια αλώνια. Ούτε καν σαν λεβέντης.

Ψάχνοντας από εδώ και από εκεί, πήρα δύο ονόματα μαζί. Δεν την πάτησα σαν τον Κοσμά τον Μαυροθαλασσίτη. Γνώριζα εγώ. Μα κάτι με τσίγκλησε για εκείνο που είπες: «όποιος έχει το ένα το κουσούρι, έχει και το άλλο», σαν το παράδειγμα με τα τηγανιτά ψάρια. Πρώτα από την μια μεριά, και έπειτα από την άλλη.

Δεν είμαι σίγουρος για το ανομολόγητο. Με βάζει σε σκέψεις. Με μπερδεύει. Νικόλα ασυρματιστή.

Σα να είναι ετούτοι πιο πλέριοι. Άνθρωποι κανονικοί όπως ο θεός τους φαντάστηκε και τους έπλασε. Άντρες και γυναίκες μαζί που έμειναν στην μνήμη μας σαν εκείνο το ξεχασμένο ζευγάρι του Αδάμ και της Εύας, ενωμένο. Τι να πω; Σχεδόν ολάκερο το κορμί. Ένας μύθος όπως του Προμηθέα Δεσμώτη. Ο μύθος του Ερμαφρόδιτου.

Μα ετούτη δα την ώρα τα σκέφτομαι. Εκείνη τη στιγμή τίποτα.

Έφυγα ανικανοποίητος, ρημαγμένος.

Συνηθισμένα αυτά όμως, τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι. Αλλού θέλω να καταλήξω.

Εσύ Νίκο θα είδες γάτες πολλές στα καράβια και τα πόρτα.

Ανθρωπόμορφες είδες μωρέ πουθενά;

Αλήθεια.

Στεκόταν μια, μαύρη ήταν, στο κεφαλόσκαλο. Άσχημη, χοντρή, χτυπημένη, σημαδεμένη και μαδημένη έτσι όπως είναι οι γάτες οι κοινές και αδέσποτες, που κυκλοφορούν συνέχεια καχύποπτες και αγριεμένες, θωρώντας από εδώ και από εκεί τον κίνδυνο. Εκείνες που κυνηγούν και έχουν για λεία, ποντίκια, κατσαρίδες…

Όχι σαν τις άλλες που αμέριμνες, όμορφες και χορτάτες λιάζονται αποχαυνωμένες στην ήλιο και παίζουν με τις φανταχτερές πεταλούδες που μεταλαβαίνουν το νέκταρ των ανθών από λουλούδι σε λουλούδι.

Ένα μαύρο κατράμι από σάρκα και οστά. Ειδάλλως δεν θα αποκτούσε ούτε ουλές στα πόδια, ούτε τις χαρακιές ούτε και τα καψίματα.

Μα κυρίως δεν θα της στράβωναν το μάτι. Το άλλο ήταν καλό, αλλήθωρο ναι μεν αλλά υπήρχε εκεί και έβλεπε μαζεμένο στη γωνιά του. Από το άλλο απόμεινε το ασπράδι να γυαλίζει με τις κόκκινες αίμα σπασμένες αρτηρίες. Μια πληγή σα γάγγραινα.

Προχώρησε κατά πάνω μου, μέσα στο γαλάζιο δωμάτιο. Ένας νεροχύτης με μια βρύση να στάζει. Και ένας καθρέφτης χωρίς αντικατοπτρισμούς.

Γάτα τοτέμ. Ένα πρωτόγονο ειδώλιο γονιμότητας. Ζωντανό, επιβλητικό και βλοσυρό. Ένα σχήμα που μόλις πλάστηκε από πηλό έχοντας ακόμη την υγρασία του νερού πάνω της.

Έγινα μέρος του. Σβώλος από ξερό χώμα που χώθηκε μέσα στο κόκκινο, το πορφυρό σκοτάδι.

Τι της έλεγα και γελούσε, τι μου έλεγε και γελούσα…Έτσι συνεννοηθήκαμε, δίχως να έχουμε κοινή γλώσσα. Γελώντας. Με το γέλιο.

Άντε τώρα να εξηγήσεις στου ανθρώπους του θεού τα σφάλματά σου. Ούτε συγχώρεση δεν καταδέχεσαι να ελεήσεις.

Λόγοι και αιτίες…Αυτά είναι ψιλά γράμματα. Είναι κάτι που σε σπρώχνει, μα μονάχος σου πας και πέφτεις.

Εσύ.

Που φοβάσαι τον κόσμο και παλεύεις μαζί του.

Είναι και η ιστορία του Διαμαντή, στο Αλιτζέρι, εκεί στον δρόμο της κόκκινης θάλασσας.

Όμως στις μέρες μας είναι πιο βίαια τα αναπότρεπτα.

Και πώς να περιγράψω την αγωνία μου για εκείνη που αγαπώ;

Γιατί δυστυχώς έτσι είναι.

Ανέγγιχτη και αμόλυντη πρέπει να μείνει.

Εσύ δεν το είπες στο καταραμένο βιβλίο σου;

Να σε ρωτήσω; Είχες βάρδια Κάτω Από Το Ηφαίστειο;

Οι στεριανοί γράφουνε βιβλία.

Μου φαίνεται πως αυτά, είναι τα δικά μου τατουάζ. Και από απελπισία τα φτιάχνω.

ΑΠΟ ΜΟΝΑΞΙΑ.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ Κ-...

Να φταίει άραγε η δική σου βάρδια; Σαν διάβασα το άτιμο κεφάλαιο που είχε για τίτλο δύο στίχους από την αποκάλυψη του γιάννη;
Όνομα αυτώ Εβραιστί Αβαδδών και
Εν τη Ελληνική όνομα έχει Απολλύων.
Σε έκανα παρέα μοναχός σιγοπίνωντας σκέτο ουζάκι, άσπρο σα νερό, λευκό σαν τις αρρώστιες και τις ποδιές των γιατρών, λευκό σαν το θάνατο και τους χιτώνες των αγγέλων.
Και κάπνιζα τα γλυκόπικρα τσιγάρα, τα δίχως φίλτρο, κομματάκια καπνού να γεύομαι ανάμεσα στα χείλη, τη γλώσσα και τα δόντια, να κολλούνε στον ουρανίσκο, να τα φτύνω.
Και άκουγα μουσική…
Το φεγγάρι γέμιζε τον ουρανό και άδειαζε τα αστέρια.
Μέχρι που ήρθε εκείνη και τα παράτησα όλα τα γράμματα. Εμμείνανε μονάχα τα άλλα, τα αδιάβαστα, τα αμίλητα, τα αναμεταξύ μας.
Και κάποια στιγμή δεν άντεξα, δεν μπορούσα παραπάνω, πάμε τις λέω, πρέπει να πιω.
Λίγες ώρες μετά μου ζήτησε να μη πάρω τη μηχανή. Θα πάμε με τα πόδια. Σε φοβάμαι τώρα.
Πήγαινε.
Σε παρακαλώ μην οδηγήσεις…
Δεν οδηγώ εγώ, άλλος κρατά το τιμόνι.
Γαμώ το σου!, φώναξε και ανέβηκε στην σέλα.
ΜΖ των 500ίων, σα να ακούς βαπόρι της άγονης γραμμής να σαλπάρει μέσα στη νύχτα.
Τελευταίο ταξίδι σου γλυκιά μου, της είπα.
Η γυναίκα νόμιζε ότι της μιλούσα.
Τι λες;
Λέω, ότι όσο είμαστε μαζί δεν θα πάθουμε τίποτα.
Δεν σε πιστεύω.
Έχεις δίκιο, απάντησα.
Επειδή σε αγαπώ δεν έχεις κανένα δικαίωμα να στριφογυρίζεις το νόμισμα.
Κεφαλή ή γράμματα;
Κεφαλή.
Είδες, φτάσαμε σώοι. Εδώ δεν είναι το σπίτι σου;
Όχι, εσύ είσαι το σπίτι μου μα ποτέ δεν μου άνοιξες την πόρτα. Κάθομαι απ’ έξω, σε κοιτώ από το παράθυρο και το μόνο που βλέπω είναι μια σκιά.
«Σβήσε τα κεριά Λάουρα, ο κόσμος άρχισε να φωτίζεται με αστραπές.».
Σε παρακαλώ, μην πάθεις τίποτα…
Μα δεν μπορούσα, η ταχύτητα είναι ένας ίλιγγος που σε στροβιλίζει μέσα στην δίνη του χωρίς να σε αφήνει να του ξεφύγεις. Η κολώνα είναι ο στόχος απ΄ άπειρο.
Μπορεί όμως να περιμένει ακόμη, όσο και αν φωνάζει: Έλα….
Εκεί, στα γνωστά στέκια, στην τρύπα της σακοράφας. Για εμένα δεν μετανιώνω…
…και άρα δεν μπορώ να πάρω άφεση αμαρτιών. Στο τέλος του δρόμου, μετά τις κακουχίες, την λύτρωση από άγνοια και την αιώνια τιμωρία, με περιμένει η μοναξιά.
Μετά τις αρρώστιες, τον θάνατο και την κόλαση, απομένει η ΜΟΝΑΞΙΑ, με κεφαλαία.

Νίκο, με τα ποιήματά σου…
Υπάρχουν και άλλες θάλασσες, οι στεριανές, με τις γαληνές τους και τις φουρτούνες τους. Ίδιος ο ουρανός που τους στέκει. Είναι μαύρος σε εσένα, χωρίς φεγγάρι, γεμάτος αστέρια. Μα εσύ δεν κοιτάς εκεί, τα μάτια σου καρφωμένα στην σκοτεινή θάλασσα.
Την ίδια που ταξιδεύουν και άλλοι αμαρτωλοί, από λιμάνι σε λιμάνι, από καταγώγιο σε καταγώγιο.
Σύρριζα περπατάμε στα πεζοδρόμια, ακουμπώντας κατουρημένους τοίχους, ματωμένους, για να εισέλθουμε στα ιερά άδυτα των ναών που ονομάζονται ξενοδοχεία.
Εσύ, εγώ και οι άλλοι είμαστε ξένοι. Μια λέξη ακόμη κεφαλαιώδης. ΞΕΝΟΙ. Και όλα τα hotel το δοχείο που περιμένει καρτερικά την τέφρα μας. Έτσι δεν είναι;
Διαβαίνουμε πόρτες, ανεβαίνουμε σκαλοπάτια, ξαπλώνουμε σε στρώματα και όλα τους τρίζουν σα να ακούς διαβόλους να γελούνε.