Είχα που λες Νίκο, βάρδια εψές τη νύχτα έως και τα ξημερώματα. Ο δικός μου καπετάνιος με αφήνει να πίνω. Δε με φοβάται. Ή με έχει για τους παραπεταμένους, τους σκάρτους. Το όνομα του Καπετάνιου μου δε το γνωρίζω.
Αφού τέλεψα τις συναναστροφές μου με τους ζώντες πήγα στον κάτω κόσμο, στο ραντεβού μου με τους νεκρούς. Μέχρι τώρα μου κάνει την χάρη, πριν ανατείλει ο ήλιος, και με αφήνει να γυρίζω πίσω. Κάποτε, μάλλον όχι αργά, σύντομα, θα έρθει και η δική μου ώρα να μείνω εκεί χωρίς άλλες μάχες στα μαρμαρένια αλώνια. Ούτε καν σαν λεβέντης.
Ψάχνοντας από εδώ και από εκεί, πήρα δύο ονόματα μαζί. Δεν την πάτησα σαν τον Κοσμά τον Μαυροθαλασσίτη. Γνώριζα εγώ. Μα κάτι με τσίγκλησε για εκείνο που είπες: «όποιος έχει το ένα το κουσούρι, έχει και το άλλο», σαν το παράδειγμα με τα τηγανιτά ψάρια. Πρώτα από την μια μεριά, και έπειτα από την άλλη.
Δεν είμαι σίγουρος για το ανομολόγητο. Με βάζει σε σκέψεις. Με μπερδεύει. Νικόλα ασυρματιστή.
Σα να είναι ετούτοι πιο πλέριοι. Άνθρωποι κανονικοί όπως ο θεός τους φαντάστηκε και τους έπλασε. Άντρες και γυναίκες μαζί που έμειναν στην μνήμη μας σαν εκείνο το ξεχασμένο ζευγάρι του Αδάμ και της Εύας, ενωμένο. Τι να πω; Σχεδόν ολάκερο το κορμί. Ένας μύθος όπως του Προμηθέα Δεσμώτη. Ο μύθος του Ερμαφρόδιτου.
Μα ετούτη δα την ώρα τα σκέφτομαι. Εκείνη τη στιγμή τίποτα.
Έφυγα ανικανοποίητος, ρημαγμένος.
Συνηθισμένα αυτά όμως, τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι. Αλλού θέλω να καταλήξω.
Εσύ Νίκο θα είδες γάτες πολλές στα καράβια και τα πόρτα.
Ανθρωπόμορφες είδες μωρέ πουθενά;
Αλήθεια.
Στεκόταν μια, μαύρη ήταν, στο κεφαλόσκαλο. Άσχημη, χοντρή, χτυπημένη, σημαδεμένη και μαδημένη έτσι όπως είναι οι γάτες οι κοινές και αδέσποτες, που κυκλοφορούν συνέχεια καχύποπτες και αγριεμένες, θωρώντας από εδώ και από εκεί τον κίνδυνο. Εκείνες που κυνηγούν και έχουν για λεία, ποντίκια, κατσαρίδες…
Όχι σαν τις άλλες που αμέριμνες, όμορφες και χορτάτες λιάζονται αποχαυνωμένες στην ήλιο και παίζουν με τις φανταχτερές πεταλούδες που μεταλαβαίνουν το νέκταρ των ανθών από λουλούδι σε λουλούδι.
Ένα μαύρο κατράμι από σάρκα και οστά. Ειδάλλως δεν θα αποκτούσε ούτε ουλές στα πόδια, ούτε τις χαρακιές ούτε και τα καψίματα.
Μα κυρίως δεν θα της στράβωναν το μάτι. Το άλλο ήταν καλό, αλλήθωρο ναι μεν αλλά υπήρχε εκεί και έβλεπε μαζεμένο στη γωνιά του. Από το άλλο απόμεινε το ασπράδι να γυαλίζει με τις κόκκινες αίμα σπασμένες αρτηρίες. Μια πληγή σα γάγγραινα.
Προχώρησε κατά πάνω μου, μέσα στο γαλάζιο δωμάτιο. Ένας νεροχύτης με μια βρύση να στάζει. Και ένας καθρέφτης χωρίς αντικατοπτρισμούς.
Γάτα τοτέμ. Ένα πρωτόγονο ειδώλιο γονιμότητας. Ζωντανό, επιβλητικό και βλοσυρό. Ένα σχήμα που μόλις πλάστηκε από πηλό έχοντας ακόμη την υγρασία του νερού πάνω της.
Έγινα μέρος του. Σβώλος από ξερό χώμα που χώθηκε μέσα στο κόκκινο, το πορφυρό σκοτάδι.
Τι της έλεγα και γελούσε, τι μου έλεγε και γελούσα…Έτσι συνεννοηθήκαμε, δίχως να έχουμε κοινή γλώσσα. Γελώντας. Με το γέλιο.
Άντε τώρα να εξηγήσεις στου ανθρώπους του θεού τα σφάλματά σου. Ούτε συγχώρεση δεν καταδέχεσαι να ελεήσεις.
Λόγοι και αιτίες…Αυτά είναι ψιλά γράμματα. Είναι κάτι που σε σπρώχνει, μα μονάχος σου πας και πέφτεις.
Εσύ.
Που φοβάσαι τον κόσμο και παλεύεις μαζί του.
Είναι και η ιστορία του Διαμαντή, στο Αλιτζέρι, εκεί στον δρόμο της κόκκινης θάλασσας.
Όμως στις μέρες μας είναι πιο βίαια τα αναπότρεπτα.
Και πώς να περιγράψω την αγωνία μου για εκείνη που αγαπώ;
Γιατί δυστυχώς έτσι είναι.
Ανέγγιχτη και αμόλυντη πρέπει να μείνει.
Εσύ δεν το είπες στο καταραμένο βιβλίο σου;
Να σε ρωτήσω; Είχες βάρδια Κάτω Από Το Ηφαίστειο;
Οι στεριανοί γράφουνε βιβλία.
Μου φαίνεται πως αυτά, είναι τα δικά μου τατουάζ. Και από απελπισία τα φτιάχνω.
ΑΠΟ ΜΟΝΑΞΙΑ.